Όταν δεν τηρείται αποτελεσματική καθημερινή στοματική υγιεινή, η βακτηριδιακή πλάκα αρχίζει και συσσωρεύεται επάνω στα δόντια και προξενεί φλεγμονή στα ούλα.
Τα συμπτώματα της ουλίτιδας περιλαμβάνουν ερυθρότητα, πρήξιμο ή/και αιμορραγία των ούλων. Αυτά όμως τα συμπτώματα μπορεί να μην εμφανίζονται πάντα – ειδικά στους καπνιστές, που έχουν μειωμένη αιματική παροχή στα ούλα τους.
Μια ουλίτιδα που παραμένει αθεράπευτη μπορεί να εξαπλωθεί στο κόκκαλο κάτω από τα ούλα, όπου η φλεγμονή (τμήμα της φυσιολογικής ανοσολογικής απόκρισης του οργανισμού) μπορεί να κάνει το κόκκαλο να συρρικνωθεί και να εξαφανιστεί. Όσο το κόκκαλο μειώνεται γύρω από τη ρίζα του δοντιού, τόσο μειώνεται και ο περιοδοντικός σύνδεσμος.
Στις βαριές περιπτώσεις περιοδοντικής νόσου, εξαφανίζεται η σύνδεση μεταξύ οστού και δοντιού, έτσι το δόντι παύει να είναι λειτουργικό και μπορεί και να πέσει.
Η αγωγή της νόσου των ούλων προσλαμβάνει διαφορετικές μορφές, ανάλογα με τη σοβαρότητα του προβλήματος. Συνήθως αρχίζει με έναν σε βάθος καθαρισμό των επιφανειών δοντιού – ρίζας, ακριβώς κάτω από τη γραμμή των ούλων για την αφαίρεση της πλάκας και της τρυγίας (σκληρή πλάκα).
Μερικές φορές χρειάζεται να ανοίξει ένας μικρός κρημνός ουλικού ιστού για την προσπέλαση και τον καθαρισμό της προσβεβλημένης περιοχής. Μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν αντιβιοτικά, τοπικά στον ιστό με βλάβη.
Στην περίπτωση σημαντικής απώλειας οστού ή ουλικού ιστού, μπορούμε να τους αναπλάσουμε χρησιμοποιώντας διάφορες μοσχευματικές τεχνικές που έχουν πια γίνει ρουτίνα στην οδοντιατρική.
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας, μπορεί να χρειαστεί επίσης να συνδέσουμε προσωρινά το κινητικό δόντι με τα παρακείμενα δόντια.
Αυτή η διαδικασία, που λέγεται ναρθηκοποίηση, βοηθάει στη στήριξη των κινητικών δοντιών μέχρι να επουλωθούν αρκετά οι ιστοί γύρω απ’ αυτά ώστε να τα συγκρατούν πάλι στη θέση τους.
Η ναρθηκοποίηση δυσκολεύει τον καθαρισμό των δοντιών και γι’ αυτό είναι σημαντικό να αφιερώνουμε περισσότερο χρόνο στη στοματική υγιεινή μέχρι να αφαιρεθεί ο νάρθηκας.