Σε μια νέα μελέτη, οι ερευνητές προτείνουν για πρώτη φορά ότι το βακτήριο Porphyromonas gingivalis που είναι υπεύθυνο για την ασθένεια των ούλων, θα μπορούσε να είναι ένας παράγοντας κινδύνου για τον καρκίνο στον οισοφάγο. Οι ερευνητές, από το Πανεπιστήμιο του Louisville και το Πανεπιστημίου Επιστήμης και Τεχνολογίας Henan στο Luoyang της Κίνας, αναφέρουν τα ευρήματά τους στο περιοδικό Infectious Agents and Cancer.
Σύμφωνα με τα Κέντρo Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων, κάθε χρόνο, περίπου 15.000 άνθρωποι στις Η.Π.Α. διαγιγνώσκονται με καρκίνο στον οισοφάγο – έναν καρκίνο που ξεκινά στον οισοφάγο, τον μυϊκό σωλήνα που κινείται το φαγητό από το λαιμό στο στομάχι.
Ο οισοφάγος αποτελείται από δύο είδη κυττάρων. και γι’αυτό υπάρχουν δύο είδη καρκίνων του οισοφάγου: το οισοφαγικό αδενοκαρκίνωμα, και το οισοφαγικό ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα(ESCC). Το ESCC είναι πιο συχνό στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Γνωστοί παράγοντες κινδύνου για τον καρκίνο του οισοφάγου περιλαμβάνουν την έκθεση σε χημικές ουσίες, τη διατροφή, την κληρονομικότητα και την ηλικία – όλους τους παράγοντες που είναι ήδη κοινοί και σε πολλές άλλες μορφές καρκίνου. Ο καρκίνος είναι δύσκολο να διαγνωστεί στα αρχικά στάδια. Για πολλούς ασθενείς, ο καρκίνος αναπτύσσεται ταχέως μετά τη διάγνωση, και η πρόγνωση δεν είναι καλή.
Για τη μελέτη τους, η ομάδα δοκίμασε ιστό από 100 ασθενείς με ESCC και 30 ασθενείς που δεν έπασχαν από τη νόσο. Εξέτασαν δείγματα τριών τύπων οισοφαγικού ιστού: καρκινικό ιστό, μη-καρκινικό ιστό δίπλα σε καρκινικό ιστό, και φυσιολογικό ιστό.
Το βακτήριο Porphyromonas gingivalis ήταν παρόν στο 61% των δειγμάτων καρκινικού ιστού, και μόνο στο 12% των γειτονικών ιστών. Στους φυσιολογικούς ιστούς, το βακτήριο δεν βρέθηκε.
Ένας από τους ερευνητές, ο Huizhi Wang, βοηθός καθηγητής της Στοματολογικής Ανοσολογίας και Λοιμωδών Νοσημάτων της Οδοντιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Louisville, δηλώνει:
“Αυτά τα ευρήματα παρέχουν την πρώτη άμεση απόδειξη ότι η μόλυνση από το βακτήριο Porphyromonas gingivalis θα μπορούσε να είναι ένας νέος παράγοντας κινδύνου για το ESCC, και μπορεί επίσης να χρησιμεύσει ως προγνωστικός βιοδείκτης για αυτόν τον τύπο καρκίνου.”
Ο ίδιος σημειώνει ότι αν τα ευρήματα αυτά επιβεβαιωθούν, τότε αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι η εξάλειψη ενός κοινού στοματικού βακτηρίου θα μπορούσε να συμβάλει στη μείωση του σημαντικού αριθμού των ανθρώπων που αναπτύσσουν ESCC.
Για την ανίχνευση του P. gingivalis στα δείγματα των ιστών, οι ερευνητές μέτρησαν την έκφραση της lysine-gingipain, ένα μοναδικό ένζυμο για το βακτήριο. Αναζήτησαν, επίσης, ίχνη DNA του βακτηριακού κυττάρου. Βρήκαν ότι τα επίπεδα τόσο του ενζύμου όσο και του βακτηριακού DNA ήταν σημαντικά υψηλότερα στον καρκινικό ιστό απ’ότι στον περιβάλλοντα ιστό ή τον φυσιολογικό ιστό των ασθενών με ESCC. Η ομάδα διαπίστωσε ότι τα επίπεδα μέτρησης του P. gingivalis ήταν σύμφωνα με τα επίπεδα άλλων μετρήσεων, όπως της έκτασης της διαφοροποίησης των καρκινικών κυττάρων, της μετάστασης (έκταση της εξάπλωσης) και του συνολικού ποσοστού επιβίωσης.
Ο καθηγητής Wang προσφέρει δύο πιθανές εξηγήσεις: Είτε τα κύτταρα ESCC είναι μία «προτιμώμενη θέση» για το βακτήριο ώστε να ευδοκιμήσει, ή η μόλυνση από το βακτήριο κάπως επιταχύνει την ανάπτυξη του καρκίνου. Αν η λύση είναι η πρώτη περίπτωση, τότε τα απλά αντιβιοτικά θα μπορούσε να είναι ο δρόμος προς τη θεραπεία. Μια άλλη προσέγγιση θα μπορούσε να είναι η χρήση της γενετικής τεχνολογίας για τη στόχευση του βακτηρίου και τελικά την εξάλειψη των καρκινικών κυττάρων.
Ο καθηγητής Wang λέει αν οι επικείμενες έρευνες αποδείξουν πως το P. gingivalis προκαλεί ESCC, τότε η επίπτωση θα είναι τεράστια, και:
“Αυτό θα υποδείκνυε πως η βελτίωση της στοματικής υγιεινής μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο ESCC.”